άχαρος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει χάρη: Ήταν καλό κορίτσι, αλλά άχαρο. 2. αυτός που δε χάρηκε ή δε χαίρεται: Έχασε και τ άλλο της παιδί η άχαρη. 3. αυτός που δε δίνει χαρά, ο δυσάρεστος: Άχαρη η δουλειά του φαροφύλακα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άγαρμπος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει συμμετρικές αναλογίες, άκομψος, ασουλούπωτος 2. αγροίκος, άξεστος, άχαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + γάρμπο(ς), το < ιταλ. garbo (= χάρη, ευγένεια)] … Dictionary of Greek
άγουστος — η, ο [γούστο] αυτός που δεν έχει γούστο, χάρη, άκομψος, άχαρος, κακόγουστος … Dictionary of Greek
άδροσος — η, ο 1. ο μη δροσερός, ξερός 2. άχαρος, άνοστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + δρόσος. ΠΑΡ. αδροσία] … Dictionary of Greek
άκομψος — η, ο (Α ἄκομψος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν είναι κομψός, άχαρος, ακαλαίσθητος αρχ. 1. αστόλιστος, ακαλλώπιστος 2. αγροίκος, άξεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κομψός. ΠΑΡ. νεοελλ. ακομψία] … Dictionary of Greek
άναλος — η, ο (Α ἄναλος, ον) [ἅλς] αυτός που δεν περιέχει αλάτι, ανάλατος, αναλάτιστος νεοελλ. αυτός που δεν έχει χάρη ή νοστιμιά, άχαρος, «ανάλατος» … Dictionary of Greek
άνοστος — (I) ἄνοστος, ον (Α) [νόστος «επιστροφή»] εκείνος που δεν επέστρεψε ή δεν επιστρέφει στην πατρίδα («πάντες ἐγένοντο ἄνοστοι»). (II) η, ο (Α ἄνοστος, ον) [νόστος (II) «γεύση»] χωρίς νοστιμιά, άγευστος, ανούσιος νεοελλ. εκείνος που δεν προκαλεί… … Dictionary of Greek
άχαρις — ἄχαρις ( ιτος), ι (AM) [χάρις] 1. αυτός που δεν έχει χάρη, ο άχαρος 2. δυσάρεστος, ενοχλητικός αρχ. 1. αχάριστος, αγνώμων 2. αξιολύπητος … Dictionary of Greek
αήσκιωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει ή δεν κάνει σκιά 2. (για ανθρώπους) βαρύς, αντιπαθητικός, άχαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + ησκιώνω < ήσκιος*. Η ετυμολογία δείχνει πως η ορθογραφία αΐσκιωτος (με ι ) δεν δικαιολογείται] … Dictionary of Greek
αδιάνθιστος — η, ο [διανθίζω] 1. αυτός που δεν διανθίστηκε, αστόλιστος, αδιακόσμητος 2. (για λόγο) ακαλλώπιστος, άχαρος, κοινός … Dictionary of Greek